- λατένιος
- -α, -οφρ.1. ανθρωπολ. «λατένια περίοδος» — η δεύτερη περίοδος τών χρόνων τού σιδήρου, μεταξύ 500 π. Χ. και τού τέλους τής παλαιάς χρονολογίας2. (ιστ. τέχ.) «λατένιος ρυθμός» — ο ρυθμός τής τέχνης τών ευρημάτων που προέρχονται από τη λατένια περίοδο.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. latene < La Tene, τοπων, στο ανατολικό άκρο τής λίμνης Νεσατέλ στην Ελβετία, όπου ανακαλύφθηκαν ευρήματα τής εποχής τού σιδήρου].
Dictionary of Greek. 2013.